- προσαπολώλεκας
- προσαπόλλυμιdestroy besidesperf ind act 2nd sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονομαχείον — μονομαχεῑον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) [μονομάχος] μσν. σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία αρχ. μονομαχία («ἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek